Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

φεβρουάριος


Οι σιωπές σας γαλήνιες μοιάζουν. Οι δικές μου τρικυμιώδεις.
Το σήμερα από σήμερα κατειλημμένο
μα τα ζουμπούλια δεν αναβάλλονται.
Πώς εγκαθίσταται άνοιξη χωρίς τη γη κι αέρα;
Κάθε πρωί το έλειμμα
ανακαλύπτεται άβυσσος.

Οι φάροι εκπέμπουν για να παραμείνουν απλησίαστοι.

Ας είναι και φωτάκι νυκτός 
Αρκεί να καίει για μένα 
(να καίγεται για μένα)

Χρονομετρούμαι: 
να καταπίνω τη χαρά ακαριαία, 
όσο να εξαφανιστεί μια σταγόνα
σ’ένα ποτήρι νερό. 
Ύστερα μένω στεγνή παρακαλώντας
κάτω απ' τη βρύση της θλίψης.

Να ονομάζουμε τη στιγμή, θυμηθείτε, όχι τα πρόσωπα.

Το αίμα μου κόβετε.
Κάθε μέρα το ψαλίδι 
κόβει ξηλώνει τους δεσμούς.
Κάθε μέρα το ακούω, 
κάνει τη δουλειά του,
κάθε μέρα πιο πολύ
Ξεκρέμαστη
Να μη με νοιάζεστε να μη με νοιάζει. 
Ναμήν.

Όσα κουβάρια κι αν τυλίξω, 
ίδιο το νήμα μου 
(με τη βελόνα σου όλα καρφωμένα).

Στα χιόνια ανθίζουν έρωτες λευκοί.
It’s oh so quiet. 
Θεραπεία μνήμης σε νιφάδες.

Το χιόνι σαβανώνει
πάντα τους ξεγραμμένους.
Ας ρίχναν έστω πάνω τους
αληθινό ουρανό.

Αίμα, δεν έχεις πού να πας και μη βαράς συναγερμό. 
Σφραγίστηκε η έξοδος κινδύνου.

Κάθε πρωί ανάμνηση έρχεσαι
κι ύστερα για τ’ανθρωπινά ανησυχώ 
καρδιές κι ανάσες κι αντοχές και πώς.

Καιγόμαστε σαν πετρελαιοπηγές
αλλού η φωτιά κι αλλού κρυώνει ο φτωχός.
Ίσως, για να είμαστε ορατοί απ’το διάστημα
(ποιος αυτοπυρπολείται σπίτι του;)

Απ’τους καθρέφτες των άστρων μέσα
της αγάπης τα διαστήματα
διαστέλλονται .
Παραμένοντας αιωνίως αραίωση
γυρνώ το κεφάλι και βλέπω
πόσο μακριά κυνηγήθηκα. 
Αποδείχθηκε τελικά η αμφισβητούμενη ελαστικότητα. 
(Είμαι το όνειρο του σουρεαλιστή, καθόλου ευχάριστο)

Έψαχνα όλη νύχτα μια γωνιά ν’αγαπηθούμε
Από τα όνειρα συντετριμμένη
Άφθαρτη καταλήγω 
στο δικό σου πρωί.

Έξι ώρες κολυμπάω ναι 
και άλλες έξι όχι 
εγκλωβισμένη στο στενό σου. 
Θα με ψαρέψεις καμιά φορά από το γεφυράκι…
Εσύ τα στρίβεις τα νερά. 

Μαύρη, στιλπνή και μύριζε. 
Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να με καταπιεί.
(χωρίς τα σημάδια σου θα σβήσω
άναψέ μου ένα κεράκι να βλέπω στο σκοτάδι).
Ποτέ μου δεν κατάλαβα
γιατί  'ναι αξημέρωτη
η θάλασσα
ανάμεσά μας.

Η άγρια λαχτάρα δεν χορταίνεται ποτέ
Χτυπιέται κρεμασμένη απ’τα παράθυρα του τρένου
Νεύοντας απελπισμένα 
κάθε φορά 
και σ' άλλον παρατηρητή.

Εύχομαι κάποτε να πάψω να εξηγούμαι.
Να εκσφενδονίζω λέξεις απ’το παράθυρό μου.
Κι αν σπάσουν έσπασαν
κι αν πετάξουν πέταξαν.

Όπως τη σημειώνουν μαθητές
μια γωνία ουρανού
στο παράθυρό μου.
Σύννεφα σε όγδοο γαλανού
τα πυρομαχικά μου όταν ξεσπάσω.

Ανεβαίνω βουνό 
μα στο πάτημα 
λίγο ή ελάχιστα
κάθε φορά 
βουνό κατεβάζω.

Οι συμπτώσεις είναι τα θαύματα των πιστών.
Κοιμάμαι και ξυπνάω στο δικό μου σώμα.
Τα υπόλοιπα, τρισάγια χημεία.
Ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο 
που έμοιαζε τόσο πολύ
μ' ένα δικό σου όνειρο.
Σε κοινούς τόπους αγαπήσαμε.
Κι ίσως να αγαπηθήκαμε. 
Ποιος ξέρει; 
Δεν απαντά κανείς.

Για μια στιγμή που άστραψε λαχτάρησα να καβαλήσω κεραυνό.
Επαρμένη αυτοκαταστροφική.
Και η φωτιά δανεική. 
Ρε φίλε…

Αν θες να κάψεις μιαν αγάπη δεύτερη φορά, πες την αλλιώς.
(όσες φορές την λες, τόσες την ανασταίνεις)

Με τις πιο μικρές λέξεις του κόσμου αγαπώ.
Χιο νι. Αλλά αμφίβολης σταθερότητας.

Εδώ ο χρόνος δεν χωράει. 
Ζητάει και την υπόλοιπη ζωή.
Ανάμεσά μας ο χρόνος δεν χωράει
(διορθώνομαι για να σε αγκαλιάζω).

Στα κρεβάτια της αγάπης όλες οι λέξεις είναι μπανάλ.

Συλλέκτρια. 
Εγώ του Ενός.
Εξ αδιαιρέτου…

Ας είχα χάρισμα να απαριθμώ τα χρώματα για να διαβάζεις λέξεις
Δεν θα μετρούσα κάθε βράδυ καταστροφές.

Νύχτα λευκή
χορευτική
με προσοχή να μην ξεσπάσει η κούπα των δακρύων
Περίμενα να ξημερώσεις.

Σε ρίγες διατεταγμένες νιφάδες
κάθετα, λοξά κι ύστερα πάλι αναμάλλιασμα.
Ξυπνάμε από λήθαργο στην κοιλιά του χειμώνα. 
Όμως αφήστε με λιγάκι ακόμα. 
Θα βρω δικό μου χρόνο ν’απομαγευτώ.

Οι κηπουροί το γνωρίζουν. 
Όταν τα κλαδεύεις, τα δέντρα ντρέπονται.
Γι’αυτό φουντώνουν τόσο βιαστικά.

Ανοίγω ένα μάτι κι ο κόσμος είναι σήμερα
Γενναίος και ωραίος και δεν με έχει ανάγκη.
Οι συμφωνίες μουσικές και όχι λόγια, κινδυνεύουν.
Ας κρατηθούμε ένα σώμα και από αύριο, διακλαδιζόμαστε.

Ω συν, ω πλην, μαντάρα οι πράξεις μου κι ας τήρησα τα ρήματα όλα.

Η επερχόμενη θλίψη αναγγέλεται πάντα με μεγάλη νευρικότητα.
Χώρα δαρμένου σκύλου, ο αέρας σφυρίζει σφαλιάρες. 
Φτωχύναμε από γλυκές φωνές. 
Ξενιτευόμαστε για ένα κελάιδισμα. 

Οι πιο δυνατές φωτιές οφείλονται σε αποκοτιές.
Μα πώς αλλιώς θα 'βλεπα φως;
(ο βίαιος μπουρλοτιέρης που πυρπολεί τα μάτια μου)

Φοβάμαι πως ζω στην επόμενη μέρα. 
Εγώ εδώ κι εσύ σκυμμένος 
πάνω απ’την πηγή. 
(Με το ένα μάτι τρίγωνο και το άλλο στην αθανασία)

Θύμησέ μου συνοδοιπόρε μου, αν ποτέ βγούμε σε ξέφωτο 
να σου χυμήξω.

Είδωλο ανάποδο μπορείς 
και χτίζεις πάνω στην καταστροφή μου
Η αλήθεια είναι
με ισοπέδωσαν δικά μου βήματα 
μα είχα όνειρα να γίνω κήπος
Τώρα λακούβες νερό.

Αν δεν με μεθάει δεν
με αγαπάει
Νηφάλια λάθη

Κόκκινος ουρανός 
γουλιά λικέρ μου 
βύσσινο.

Τα σημάδια της άνοιξης είναι διακόπτες και παίζουν με το μυαλό μας.
Σβήνουν στεριές κι ανάβουν θάλασσες.

Αριστερά απ΄το μηδέν η χώρα που κατοικώ
Τώρα με μια ομπρέλα ουρανό
διασχίζω τον καιρό κι όσο κρατήσει.
Τσαλαπατώ τα όχι
τα μη σου και τα δεν 
η ανυπαρξία δεν σέβεται την αθανασία.
Για ένα σου σ’αγαπώ όλα τα νούμερα τα κάνω
(θε μου τι μουλέν ρουζ μπροστά σου)

Να η μέρα που τίποτα δεν πιάνει. 
Ούτε τα εφηβικά ξεπιάσματα 
ούτε οι ωραίοι μας τοίχοι,
μας στίχοι, 
μας τύχη,
μαστίχη.

Μπορείτε να πάρετε τη ζωή μου και να την κάνετε κομμάτια
Ύστερα, σερβιριστείτε.
Τι προτιμάτε;

Οι χαρούμενοι συμβολισμοί με σουβλίζουν μέρα που είναι
Τα παϊδάκια/παιδάκια μου στα κάρβουνα και νέμα προμπλέμα
Ανατρέχω για να βλέπω μέσα από τα μάτια σου
Μα σε χορταίνω γρήγορα
Και όλη μέρα ξεσκονίζω ηθική και νηστικοσύνη. 
Σε παράλληλες ποινές.
Ne me quitte pas.

Με το μαλακό οι πρωινές τύψεις 
(φέρνουν πονοκέφαλο)
θεραπεία τα αραιά διαλύματα εφησυχασμού.

Αλλού γιαλού/ Οι λεύκες του Φεβρουαρίου/ Τα πλάθ η μου/ Τα δά κρυα

Όταν σ’αγαπούν πιστεύεις πως όλα τα κάνεις σωστά 
(και το αντίθετο, που είναι και το θέμα μας)

Θα καλοκαιριάσει και θα γυρίσω στη θάλασσα.
Μέχρι τότε την κουβαλάω, όση απέμεινε μέσα μου, άδεια κι αφαλατωμένη.
Καμμιά αλυκή ξεχασμένη
μήπως σας βρίσκεται;
Να τη βρέχαμε λίγο
(με γλώσσα και χείλη)

Θα περιμένω να κλέψουν οι ονειροπόλοι 
την εξουσία από τους οραματιστές.

Ο μικρός μου θρίαμβος 
η στιγμή που σε απορρυθμίζω: 
ένας άταχτος χτύπος καρδιάς.

Κατά βάθος θέλω να με κερδίσει ο ήλιος
Και κατ’εξαίρεση κυριολεκτώ.

Γερνάει η ώρα
Ποτέ το αύριο σαν σήμερα σαν χθες
Πιάνω τον δείκτη του ρολογιού στα πράσα.

Ζήλια μου μούσα κακιά
Πού έκρυψες την άλλη, 
την όμορφη αδελφή σου;
(δανείζομαι κι εγώ τις φορεσιές της καλοσύνης)

Κάθε διασταύρωση και μια σύγκρουση.

Μέσω της μαντικής πορεύομαι
Βάζω σημάδι τα πουλιά
(έτσι έμαθε να φτερουγίζει η καρδιά μου)

Η μέρα φεύγει κι εγώ δεν έρχομαι
Αθήνα 
στον ήλιο με τους αθανάτους
Και τις παχουλές γάτες του Αρδηττού
Στα ξένα σπίτια ήδη μυρίζει η άνοιξη.
“I will not reign/To serve I disdain/The cat I remain”

Ps I love you 
με όλους τους λόφους του λεκανοπεδίου
κι όλες τις ξεραμένες κοίτες σου.

Από τα μάτια προλέγω τον καιρό: 
για σήμερα βροχή
Βουλιάζω αργά και πόντο πόντο 
σαν Βενετία με γόνδολα 
σε θάλασσα ανοιγμένη
κεντώντας -μη χαθεί στιγμή
στο χέρι βελονιές.
Έτσι κι αλλιώς
Βυθός.
(η σωτηρία είχε για μια στιγμή τα μάτια σου)

Με ποιες λέξεις να σ’αγαπήσω
δικιά μου δεν είναι καμμιά.
Ήσουν πριν και θα’σαι μετά.
(εγώ μια παρένθεση έτοιμη να κλείσει)

Αχώνευτο φως
η νύχτα ξερνάει τη μέρα
η νύχτα την καταπίνει
(ευγνώμων)
Από το ανέφικτο χορογραφημένη 
γύρω σου περιστρέφομαι.

Ο λόφος της έκθεσής μου δεν έχει δέντρα 
μα ευτυχώς φυσάει γλυκά 
κι ο κόσμος προτιμάει το τζόκινγκ 
και άλλες πεδινές γυμναστικές.
Ύστερα, σηκώνεται ένας άνεμος, 
σε παίρνει και σε προσγειώνει μια ήπειρο μακριά, 
ένα κορμί μακρύτερα.
Μού μένει ένα άνθος με ξοδεμένα τα πέταλα
δεν μ’αγαπάς.

Επιζήσαμε χειμώνα, δεν θα σ’αφήσω άνοιξη
Τις νύχτες μιλώ με ολογράμματα 
(όλοι οι ρόλοι εσύ)
Τις μέρες ηχώ, γλωσσίδι μου 
(όλοι οι ήχοι εσύ)
Ηχώ;
....
Ακόμα να απαντηθεί.

Η αλαζονία του ήλιου, όσο περνάει η μέρα με πληγώνει
Κανένα σήμα από τον ουρανό
Ούτ' ένα συννεφάκι.

Με βάζεις να περπατώ στην άκρη. 
Απ’το ένα χέρι εσύ
απ’το άλλο κάτω χάσκει το κενό 
Και επιμένεις, να περπατώ άκρη άκρη.

Ο ήλιος σταμάτησε στα σύνορα.
πόδι πολυθρόνας
ρούχα της νύχτας.
Τελωνείο πρώτα, μετά ταμείο.
Η ίδια η νύχτα
σε μετωπική
με χαιρετάει απ΄τον απέναντι τοίχο.

Με τι θα αντικατασταθούμε;
Πίσω στα σώματά μας η ζωή είναι αμήχανη
Κι η ελπίδα ένα χελιδόνι που τη φωλιά του τη χάλασα.

Πρώτα ακριβαίνει η καλοσύνη 
έπειτα γάλα και ψωμί.
“Εμείς είμαστε και από μας να το περιμένεις”
Άκουσα να το λένε στο δρόμο 
τα μάτια των ανθρώπων.
(με ίδια μαχαίρια καρφωμένα τα μάτια μου)

Είμαι αυτό
το τελευταίο βιβλίο στη βιβλιοθήκη σου, αυτό που
γλιστράει σιγά σιγά και
πέφτει 
και κάθε τόσο,
τρέχεις να το ξαναστήσεις.
Κάποτε κοιμόμουν στο μαξιλάρι σου τα βράδια.

Θα συναντηθούμε όταν βεβαιωθούμε 
νεκρική ακαμψία, 
με ένα ξύλο αγγίζοντας 
ο ένας το σώμα του άλλου.
Θα σ’αγαπώ από μνήμης.
Δεν θα φοβάσαι πια.

Μίλα σιωπή μου.

Τίποτα πιο άδικο από το να πεθαίνουν ξεμέθυστοι οι ποιητές. 

Χιόνι από τα αζήτητα
τώρα που όλοι παίρνουν
το μέρος της αμυγδαλιάς.

Πάντα εκτός κλίματος
Μετά από γέλια σιδερωμένη 
ούτε ένα ίχνος σου.

Τη νύχτα ξεβοτάνιζα οθόνες.
Μα δεν αιτήθηκα εγώ αυτή τη γη.
Κείμενοι έρωτες, κομμένα μέλη,
τα σώματα έχουν χωνευτεί.
(ανακαλύπτω τον πολιτισμό σου στα νεκροταφεία)

Απ’όλα όσα,
αυτό πονάει πιο πολύ 
αυτό που δεν γνωρίζω 
που ούτε να μαντέψω δεν μπορώ 
τι γεύση άραγε
στα χείλη σου αφήνω.

Πάλι αφύλαχτη με βρήκε η νύχτα. 












































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου