Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

μάρτιος







Τα τραγούδια πετάνε μπροστά από εμάς και βλέπουν

Μόνο τα μάτια σου και τα λοιπά από μνήμης.
(αδειάζεις, μα το νερό παίρνει το σχήμα σου ξανά)

Άνοιξη χώρα των άλλων
Η δική μας χειμώνιασε 
Κάτι κούτσουρα λόγια τα κάψαμε.
Κλαδεμένοι κι οι δυο νικημένοι
Ίσως αύριο
Ανθισμένοι κι οι δυο νικητές.

 Στάσου αεράκι μη με νιώσει, είναι όμορφο το ελάφι που πίνει νερό.

Ανοιχτά τα φώτα της νύχτας μου κι εσύ ακόμα να φανείς
(να γλιστράς σιωπηλός κάτω από τα σκεπάσματα)
Με αποτέλειωσες, το ξέρεις.

Ήμουν νομίζω κάποτε εσύ, ίδια φωνή σε ξένο στόμα.
(μα εγώ δεν έμαθα ποτέ να τραγουδώ)
Πόσες λέξεις να ρίξω πάνω από λέξεις που θέλω να κρύψω; 
Κοίτα πως ντρέπεται η λέξη φιλί.

Από τις τσέπες του χρόνου με ψίχουλα ζω.

Επιστρέφεις στον εαυτό σου και βρίσκεις κλαδιά να πιαστείς.
Αναμονές εγώ, στον τοίχο μου ούτε μια
Εκ μηδενός ορμώμαι και πάντα αριστερά.
Μα χαίρομαι που αναπνέεις.

Η αλήθεια είναι ότι έχω πιστέψει τα απίστευτα 
(έτσι διασώζομαι ως τις μέρες μας)
Από τα μετέωρα νερώδη εγώ το ανθεκτικότερο.
Ανθεκτική σαν τις μανάδες που ανάβουν τα καντήλια στις φονικές διασταυρώσεις.
Έτσι που λες ψυχή μου.

Αυτή τη στιγμή ένα χάδι θα με ξάφνιαζε πιο πολύ κι από σφαίρα.

Η έκπληξη ερμηνεύεται πάντα με χρονοκαθυστέρηση: Α!
Ευπειθώς τα σώματα υπακούουν στο νόμο της αδράνειας.
(Τόσο ανοιχτό διάφραγμα, καθώς κινούμαι βλέπω πίσω μου τις φωτεινές γραμμές)

Πάρε εκείνο το σουγιαδάκι το παλιό και ξύσε την καρδιά μου ροκανίδια 
μέχρι να την αδειάσεις, 
μέχρι να τρέξει αίμα να κοπείς.
Η τρυφερότητά σου ρόδινη σάρκα λυπημένου ζώου, 
τόσο ερεθιστική, που ευχαρίστως σ' έτρωγα ζωντανό.
(με θρησκευτική ευλάβεια, εννοείται)
Ροζ, κι απ΄τα μωρά μου πιο πολύ.

Ανασαίνεις;
Απ΄το πρωί σκοντάφτω συνεχώς πάνω στο κοιμισμένο σώμα μου.
Η άσφαλτος δεν είναι ζεστή
τα αυτοκίνητα δεν είναι όνειρα 
στα εμφιαλωμένα δεν βρήκα δάκρυα.
Επαναλαμβάνομαι στο άπειρο
Ξυπνάω κάθε τόσο και ρωτώ αν ανασαίνεις.

Ένας ρημαγμένος μπαξές, λίγα ξεθυμασμένα αρώματα 
κι ένας αέρας παλαβός που όλο φυσάει και δεν μας αφήνει να τα χορτάσουμε.
Το σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε φτωχοί, κι όπως το πάρετε…
Κι εσύ τόσα κεντήματα γιατί τα σεντουκιάζεις;

Κανένας άνεμος δεν φουσκώνει μαύρα πανιά. Κουπί καλύτερα.

Στα γυμνά κλαδιά ψηλαφίζονται ήδη 
οι καλοήθεις όγκοι 
της άνοιξης.

Μέσα στο πλήθος σου θα χαθώ.
Χάθηκα (διορθώνομαι)
Δυο φορές ποτέ 
είναι για πάντα.
Στην ελεύθερη χώρα των ονείρων 
εκεί σε συναντώ.

Χθες βράδυ ήταν καλοκαίρι στα τραπεζάκια του κυρ Γιάννη στη Διαγώνιο. 
Εκείνος μέσα, τηγάνιζε αυγά με ένα χέρι.
Έξω, λιώναμε δίπλα δίπλα
δυο κομμάτια βούτυρο στις πλάκες του πεζοδρομίου.

Νήματα χρόνου, σταυροβελονιές σωμάτων, κέντημα.
(καρδιά πελότα)

Μου αρέσει η ώρα που επιβραδύνετε.
Το αλκοόλ κάνει αισθητή την παρουσία του πατώντας φρένο απαλά.
Όμορφες στιγμές στη σύντομη ζωή παγιδευμένου ζώου.

Με ρίξαν με αλεξίπτωτο κι έπεσα στο τσιμέντο
Δίπλα σου πάλι και πάντα και όσες φορές.
Πρώτα χτυπάει το ένστικτο και έπειτα το γούστο.

Μέχρι ενός σημείου είναι λίκνισμα, μετά ναυτία.
Χόρεψε γράψε ίδιος ρυθμός.
Ατυχή συμβάντα ων ουκ έστι αριθμός-πέντε για την ακρίβεια- 
καταστρέφομαι
Νύχτα Τρίτης σκοτάδι πήχτρα, από την κοιλιά του κήτους καληνύχτα.

Στήθος αγύμναστο, πουκάμισο βγαλμένο
στην πλάτη φορεμένο άδειας καρέκλας.
Το αεράκι μου χαρίζει δύο μυτιές ιδρώτα.
Σε μεταγράφω σε παραισθήσεις να ΄χω να ονειρεύομαι

Έλα να πούμε πόσο πονάει 
να ψάχνω να σε βρω αυτές τις ώρες 
με τα 60 χρόνια η κάθε μια.
Οι περιφρονημένες γάτες στα μπαλκόνια μάταια αναζητούν μια μυρωδιά.
Τρελόμυγα.

Αν δεν έμπαινε άνοιξη θα τους είχαμε σφάξει.
Έξι μήνες με το σπαθί μας 
έξι μήνες με το κορμί μας
Μ’αρέσει να πέφτω πάνω σου 
Τι κρατάς;
Ντελακρουά κι απεγνωσμένη
Λόφο σήκωσα κορμιά τα παλικάρια.

Το ύψος σου είναι πνιγμός ποιητή
Της σιωπής οι λίγες συλλαβές 
πώς να φτουρήσουν
κι έχω μια ένταση, σεισμό
αφόρητης διαρκείας.
Πείτε μου πώς το κάνετε αυτό κι είστε και άντρες; 
πώς σταματάτε τη στιγμή που θέλετε πιο πολύ;

Μαζεύω σύννεφα και απογευματάκι κλαίω
Χρειάζομαι φουσκονεριά για να 'ρθω να σε βρω
Μέρες τώρα απ’την αμπώτιδα αποκλεισμένη.

Μικραίνω, μέχρι να με καταβροχθίσει ο ορίζοντας 
να με ξεράσει πίσω, στην άλλη πλευρά 
εκεί που επικρατεί τάξη χωματερής.
Θα ρωτώ τα σκουπίδια: 
εσύ, για πες, τι ήσουν πριν εσύ;
Εγώ, εκθέτης μου και βάση 
εγώ υψωμένο στο εγώ
ίσον ήσσων.

Πάρε με από δω
Είναι αδύνατον να σκαρφαλώσω στον εαυτό μου για να σε δω.

Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, όλα είναι σημάδια.
Κακά σημάδια 
Η κυτταρίτιδα των εύσαρκων γυναικών με κάνει να νιώθω άβολα (δεν εστιάζω)
Ο εξαιρετικά ανησυχητικός Ζβιάγκιντσεφ (δεν εστιάζω)
Δεν με βλέπω καλά 
δεν βλέπω μπροστά 
πίσω δεν έχω μάτια.
Τυχεροί όσοι μπορούν ακόμη να διασύρονται.

Στείλε μου ένα κοτσύφι κάτι να πει
Διάφραγμα σαθρό κι ανάσες Σουλιώτισες, βουλιάζω, την άνοιξή μου μέσα.
Έχει ο ουρανός μια μαύρη τρύπα
μη σκύβεις. 
Μυρίζει σαν δωμάτιο τίγκα στα λουλούδια αποβραδίς.
Κάποια προβλήματα είναι πολυτελείας. Δεν θέλω να είμαι άδικη. 
Πληρώνω φόρο μεγαλύτερο γι’αυτά.

Όπου χ δρόμος κι όπου ψ ουρανός. 
Όταν έρχεσαι κοντά οι άξονες ξιφομαχούν.
(το αίμα σου είναι ροζ)
Σήμερα έχω την ατρωσία λαβωμένου που πιο πολύ να πεθάνει δεν μπορεί.
Οι φλέβες αδειάζουν το αίμα σ’αυτόν που τις ανοίγει.

Ωραία. 
Κάνετε λίγο πιο κει 
να κάτσουν σήμερα κι οι μνήμες; 
(είχαμε ώρες ανοιχτά και μπήκαν)
Μετά τη νοικοκυροσύνη θα μαζευτώ σε μια γωνιά 
και θα μυρίζω το δέρμα μου σαν να ‘ναι το δικό σου.
Ζεσταμένο στον ήλιο του μήνα που αγαπάς.

Κι ως τώρα, λέω, με θράσος έχω προχωρήσει. Τόσο μόνη, τόσο βαθιά.
Θα χρειαστώ μια χώρα. Κι ας είναι ένας βράχος μόνο.

Σπρώχνει και μπαίνει η Άνοιξη, λοξά σαν τους καυλούς της.
Οι ευθείες είναι χαμένος δρόμος.
Κόβω και παίρνω τον δικό μου κι ας μη βγάλει.
(μόνο ας τέλειωνε αυτή η καραντίνα)
Σταλμένα πάντα από μακριά της εποχής τα μολυσματικά φιλιά.

Πόσο να βιαστώ μη μου περάσει 
δια του πόσο να αργήσω να το πω σωστά.
Ισορροπία κλά(σ)ματος.

"Θέλω να αποσύρω τη θάλασσα"
ήρθες στον ύπνο μου και μού ‘πες.
Τράβαγες με τον ώμο σου σχοινί 
να βγάλεις μόνος στη στεριά 
το βυθισμένο πλοίο.

Όσο πιο μόνος κανείς τόσο πιο αληθινός (καλή κουβέντα να μην χρωστάει)

Η περιέργεια δεν με αφήνει ούτε να κοιμηθώ, ούτε και να πεθάνω.

Αχρείαστο το μυρωμένο χέρι του ιπποκόμου.
Τα άλογα εμπνέονται απ' την αλαζονεία.

Αχ κατεβάστε λίγο τις στροφές, τα σώματα αργά.
Ας μην εγγράψουμε τον πανικό στα νεογέννητα.

-Πόσο νόστιμα είναι τα σκουλήκια πουλάκι;
-Δεν βρέχει δάκρυ στην Απόγνωση κι όλες οι γεύσεις είναι χώμα.

Γονατίζω, μα είναι η αίσθηση γλυκιά (όπως και η φωνή σου).
Η τρέλα δεν φυσάει όλες τις ώρες.
Σταματημένος ο αέρας
χάνεις την ακοή σου, παύουν οι μουσικές.
Σπάσαμε σε λάθος κομμάτια.
Ο τελευταίος ας μας μαζέψει.

Με προσοχή
μη διασταυρωθούν τα βλέμματα 
στην καλημέρα.
Μέτρησα, μα μένουν ακόμη μέρες πολλές 
μέχρι να εκτίσω τα εκατό μου 
(χρόνια μοναξιάς, κορυδαλλέ μου)

Γιατί θα πρέπει να διασχίζω λέξεις για να σε δω;
Τόσος πόνος κάθε μέρα, δεν με είχε προειδοποιήσει κανείς.
Εγώ που νόμιζα θα ΄ταν περίπατος...

Κάψε τον ουρανό με ένα πυροτέχνημα 
Να μην μπορεί κανείς να πει, δεν είδε και δεν ξέρει.

Αν είσαι ακόμη εδώ, πεθαίνω ένα χορό μαζί σου. 
Τουφέκισα όλα τα πουλιά, τυφλώθηκα και ήρθα.
Θα με κερδίζεις πάντα.
Και διάλεξε, 
θες να πεθάνω εγώ ή άραγε εσύ θ' αναστηθείς.

Οι λέξεις δεν αναγνωρίζουν τη φωνή μου.
Καλύτερα.
Με συγκινούσε πάντα η άγρια ζωή.
Μέχρι το βράδυ αργά εξημερώνω τίγρεις
κάθε πρωί δαγκωματιές στα χέρια ψηλαφώ.

Απτό μου απτό, απτό κι απτό.
Χρόνε, αν σε πιάσω…
Μόνο τις ερμές σου επιτρέπεται να δω.
Ως εδώ, κι ως εδώ, κι ως εδώ. 
Καλά πάτε, ευχαριστώ.
Όμως βάζοντας δείκτες, δίπλα μου προχωράς 
Έστω από του φράχτη την άλλη πλευρά.
Τέσσερις μήνες, εκατόν είκοσι αποχαιρετισμοί. 
(θα μ’ έλεγες και βδέλλα)

Ακούω φωνές κι έχουν όλες τη φωνή σου.
Στριμάδι μου, υφάδι μου πού είσαι;

Προσπαθώ να σβήσω κάτι 
κι ο μόνος τρόπος είναι να γράψω κάτι.
Βουτώ μελάνι μες στο  χυδαίο τίποτα.
Κακοκαιρία στα εσωτερικά τοπία
Τέρατα ξερνάει ξανά ο οισοφάγος.

Πηδάω πάνω σου και πάμε. 
Χάρτινο καραβάκι μου στον πάτο.

Μιλάτε εσείς, δεν σας πειράζει να πάρω έναν υπνάκο;
Τα λέτε ωραία και νταγκλάρω 
Και, αν δέσετε καρπό με την επικονίαση 
δώστε και μας να δούμε λίγη γλύκα
Όλα τα φρούτα μας αρέσουν.

Ταλαντούχος ανάλατος (χυμική ένωση)
Φύλο θήλυ, ρόγα στα χείλη.
Κρυπτογαμία μου αδυναμία μου (βρύα και πτεριδόφυτα).
Καυλοί των αθανάτων. 
Ασθενείς σχισμικές δονήσεις, τελειώσαμε.
Μού δίνεις κι εμένα ένα τσιγάρο αγάπη;

Πες μου, ήμουν κι εγώ εκεί; 
μαζί βουλιάζαμε στα κόκκινα νερά;

Δεν θα κρατήσουν για πολύ τ' αρώματα
οι πόθοι ξεθυμαίνουν 
δεν ήξερες πώς είναι πτητικοί;
(σε περιμένω από το '63)

Αχ βρε παραφροσύνη μου 
ψάρια θα σε γλεντήσουν.

Καθέτως βυθιζόμαστε, 
οριζοντίως παιρνόμαστε 
Αμήν.
Πόσα καραβάκια κάνουν ένα ναυάγιό μου;

Είδες τι ωραίους γκρεμούς σου στέλνω; Τα απότομα χρώματά μου.


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου